- μητέρες
- μήτηρmotherfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ικέτιδες — I Τραγωδία (420 π.Χ.) του Ευριπίδη. Ερμηνεύτηκε από τους σύγχρονους ερευνητές της εποχής μας τόσο ως ύμνος στην αθηναϊκή ανθρωπιά όσο και ως μαρτυρία μιας νέας, ορθολογιστικής θέσπισης κανόνων, που άλλοτε βασίζονταν αποκλειστικά στη θρησκευτική… … Dictionary of Greek
Mando Dalianis — Mando A. Dalianis Biography Mando Adamandia Dalianis Karambatzaki, (Μαντώ Νταλιάνη Καραμπατζάκη), (1920–1996), was born 1920 in Minor Asia in the Ottoman Empire, outside Prussa, today s Bursa, in what today is western Turkey. She fled as a two… … Wikipedia
ταχτάρισμα — Είδος νανουρίσματος. Το τ. είναι τραγούδι με το οποίο οι μητέρες χορεύουν με τα χέρια τα μωρά τους. Τα τ. μοιάζουν ως προς το περιεχόμενο με τα νανουρίσματα, έχουν όμως ζωηρότερο ρυθμό, ανάλογο με τις χορευτικές κινήσεις. * * * το, Ν [ταχταρίζω]… … Dictionary of Greek
Γραικός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 61 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. * * * ο (AM Γραικός) Έλληνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη λ. Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζονταν αρχικά οι Δωριείς τής Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα … Dictionary of Greek
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek
αμφιμήτορες — ἀμφιμήτορες, οι, αι (Α) αδέλφια από διαφορετικές μητέρες αλλά από τον ίδιο πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μήτορες < μήτηρ] … Dictionary of Greek
βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek